- αχτύπητος
- και ακτύπητος, -η, -ο1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί5. (για το γάλα) αυτό που δεν αναταράχθηκε ώστε να αποβουτυρωθεί6. (για αβγά) αυτό που δεν χτυπήθηκε με ζάχαρη7. (για συγγράμματα) αυτός που δεν τυπώθηκε8. (για πρόσωπα) αυτός που δεν προσβλήθηκε από κάποια ασθένεια (κυρίως ψυχική)9. νεοελλ. θαυμάσιος, ασύγκριτος, υπέροχος («αχτύπητο αστείο, έργο, αυτοκίνητο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + κτυπώ].
Dictionary of Greek. 2013.